-
1 εισανειμι
(только part. praes.) всходить, подниматься(ἠέλιος οὐρανόν εἰσανιών Hom., Hes.)
См. также в других словарях:
εισάνειμι — εἰσάνειμι (AM) ανεβαίνω επάνω («Ἠέλιος οὐρανὸν εἰσανιών») … Dictionary of Greek
1 εισανειμι
(ἠέλιος οὐρανόν εἰσανιών Hom., Hes.)
εισάνειμι — εἰσάνειμι (AM) ανεβαίνω επάνω («Ἠέλιος οὐρανὸν εἰσανιών») … Dictionary of Greek